ἀποβαλούσας

ἀποβαλούσας
ἀποβαλούσᾱς , ἀποβάλλω
throw off
aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
ἀποβαλούσᾱς , ἀποβάλλω
throw off
aor part act fem gen sg (doric)
ἀποβαλούσᾱς , ἀποβάλλω
throw off
fut part act fem acc pl (attic epic doric)
ἀποβαλούσᾱς , ἀποβάλλω
throw off
fut part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λειρώς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰσχνὸς καὶ ὠχρός καὶ ληρίας λέγουσι κύνας, τὰς κατισχνωμένας καὶ αποβαλούσας τρίχας ἢ τὸν μικρὸν λαγών». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τους τ. λιμός και λιάζομαι, καθώς και με το λιθουαν. leīlas… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”